- Σκύριος
- η о-в Скирос (близ о-ва Эвбея)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Σκύριος — of masc nom sg Σκύριος of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύριος — ια, ιο / σκύριος, ία, ιον, ΝΜΑ [Σκύρος] νεοελλ. σκυριανός μσν. αρχ. φρ. α) «Σκυρία ἀρχή» ανώφελο, μάταιο απόκτημα β) «Σκυρία δίκη» αυστηρή τιμωρία, όπως ήταν η εξορία στη Σκύρο … Dictionary of Greek
Σκυρίων — Σκύριος of fem gen pl Σκύριος of masc/neut gen pl Σκύριος of masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκύριον — Σκύριος of masc acc sg Σκύριος of neut nom/voc/acc sg Σκύριος of masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκυρίοις — Σκύριος of masc/neut dat pl Σκύριος of masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκυρίου — Σκύριος of masc/neut gen sg Σκύριος of masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκυρίους — Σκύριος of masc acc pl Σκύριος of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκύριοι — Σκύριος of masc nom/voc pl Σκύριος of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάμμων — Σκύριος που κατέστρεψε την κατασκευασμένη από πέτρες στήλη που έστησε ο Ξέρξης ανάμεσα στη Σκιάθο και στη Μαγνησία για να επισημάνει την ύφαλο του Μύρμηκα, που σήμερα λέγεται Λευτέρης. Ογκόλιθους από τη στήλη αυτή βρήκε και ανέλκυσε ο πλοίαρχος Σ … Dictionary of Greek
Σκυρίαις — Σκύριος of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκύριαι — Σκύριος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)